ταννίνες — Οργανικές δεψικές ύλες, πολύ διαδεδομένες στο φυτικό βασίλειο. Οι ύλες αυτές είναι μικρής όξινης αντίδρασης, έχουν δε το κοινό γνώρισμα όταν ενωθούν με άλατα που προέρχονται από το οξείδιο του σιδήρου, να παρέχουν σκοτεινές γαλαζόμαυρες ή… … Dictionary of Greek
δέψη — Επεξεργασία που ακολουθείται στη βαφική με σκοπό την προετοιμασία των ινών για να δεχτούν το χρώμα. Το στάδιο αυτό είναι πρακτικά απαραίτητο, γιατί πολλές ίνες, ειδικά το βαμβάκι και γενικά οι φυτικές ίνες, που αποτελούνται κυρίως από κυτταρίνη,… … Dictionary of Greek
δεψικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή είναι κατάλληλος για την επεξεργασία τών δερμάτων 2. «δεψικές ύλες ή ουσίες» διαδομένες στον φυτικό κόσμο ύλες, οι οποίες έχουν την ιδιότητα να μετατρέπουν σε δέρμα τη βύρσα, το ακατέργαστο δέρμα 3. το θηλ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
δεψίδια — Εστέρες των υδροξυ αρωματικών οξέων που σχηματίζονται, αν συμπυκνωθεί η καρβοξυλική ομάδα ενός μορίου με τη φαινολική ομάδα ενός άλλου μορίου (το μόριο αυτό μπορεί να είναι και του ίδιου οξέος). Τα δ. πήραν την ονομασία τους από τον Γερμανό… … Dictionary of Greek
ταννάση — η, Ν χημ. ένζυμο που διασπά ορισμένες δεψικές ύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tannase (< γαλλ. tannin < tanner «βυρσοδεψώ» + κατάλ. ase τής χημικής ορολογίας)] … Dictionary of Greek
δεψικά εκχυλίσματα — Φυτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία και στην υφαντουργική. Παρασκευάζονται από κατάλληλη φυτική ύλη, όπως σουμάκ, ντίβι ντίβι, κεμπράχο, η οποία βράζει σε νερό και στη συνέχεια το εκχύλισμά της συμπυκνώνεται σε κενό. Το στερεό… … Dictionary of Greek